- αθιάκι
- και -κιν, το (στην Κύπρο)1. σκληρός πυρίτης λίθος, που σπινθηροβολεί κατά την κρούση του με σίδηρο. Λόγω τής σκληρότητας και τής αιχμηρότητάς του χρησιμοποιείται στα τσουκάνια για το αλώνισμα2. μτφ. χαρακτηρίζει κάθε σκληρό πράγμα«αθιάκι είναι το μήλο».[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.ΠΑΡ. αθιακώνω.ΣΥΝΘ. αθιακόπετρα].
Dictionary of Greek. 2013.